- σοβαρεύομαι
- ΝΑ [σοβαρός]νεοελλ.1. ενεργώ, μιλώ ή φέρομαι με σοβαρότητα, με αξιοπρέπεια, έχω σοβαρό ύφος, δεν αστειεύομαι2. παίρνω σοβαρό ύφος, παύω να αστειεύομαι («πρέπει να σοβαρευθούμε και να συζητήσουμε»)αρχ.1. φέρομαι πομπωδώς, αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι2. (σπαν. το ενεργ.) σοβαρεύωκάνω κάποιον να αισθάνεται υπερήφανος.
Dictionary of Greek. 2013.